3+1 ερωτήσεις στην Τζωρτζίνα Κακουδάκη (με αφορμή τις Νεφέλες του Αριστοφάνη)

3+1 ερωτήσεις στην Τζωρτζίνα Κακουδάκη

με αφορμή τις Νεφέλες του Αριστοφάνη

 από τον Αλέξανδρο Βελαώρα

 

Α.Β. Πέρυσι το καλοκαίρι είδαμε δυο πολύ πετυχημένες (τουλάχιστον εμπορικά) παραστάσεις του Αριστοφάνη στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, τους Όρνιθες του Νίκου Καραθάνου και την Λυσιστράτη του Μιχαήλ Μαρμαρινού.  Η δική σας παράσταση τότε ήταν ήδη στα σκαριά. Τι έχει να πει ο Αριστοφάνης τον 21ο αιώνα και τι οι Νεφέλες συγκεκριμένα;

Τ.Κ. Ο Αριστοφάνης έχει να πει δύο βασικά πράγματα για την ελευθερία.  Στο περιεχόμενο γιατί μιλάει για την ουτοπία, για το τι θα γινόταν εάν, για την πιθανότητα να άλλαζε ο κόσμος. Στη φόρμα γιατί χρησιμοποιεί όλα τα επίπεδα πρόσληψης του χιούμορ, όλα τα ύφη από το χοντροκομμένο αστείο ως τα υψηλά διανοήματα του πολιτισμού μέσα στον οποίο μεγάλωσε.  Γιατί είναι σαφές από την γραφή του ότι το κείμενό του είναι ένα σενάριο, μια σκαλέτα, για να πατήσεις πάνω και να δημιουργήσεις το δικό σου ντοκουμέντο στο εδώ και τώρα της σκηνής.  Δεν τον ενδιαφερει, είναι σίγουρο αυτό, η ειδική περίπτωση και τα ονόματα, εκεί κάνει κανείς την δική του αναλογία – μια εκπληκτική ελευθερία να βρεις μόνος «στο εδώ και τώρα» μια πρόκληση για μια σύνθετη δραματουργία, που βάζει το σύγχρονο καλλιτέχνη στην μεγάλη ευθύνη να αναλύσει τι συμβαίνει, τώρα.  Για την περίπτωση των Νεφελών το μοτίβο μας είναι «Τι εκπαίδευση έχω, τι θέλω, τι μπορώ να έχω, τι θέλω να μπορώ». Ένα μάθημα για την διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης και την διαχείριση της  ατομικής ευθύνης.

 

Α.Β. Στις Νεφέλες του ο Αριστοφάνης επιτίθεται στον Σωκράτη και τους σοφιστές.  Οι δικές σας Νεφέλες επιτίθενται σε κάποιον ή κάτι;

Τ.Κ. Οι Νεφέλες είναι ένα περίπλοκο έργο. Μιλάει για πράγματα που, αν υποθέσουμε ότι τον 5ο αιώνα π.Χ ήταν αιρετικά, σήμερα είναι απολύτως κατανοητά και ενταγμένα στην αποκωδικοποίηση του κόσμου μας.  Γιατί βέβαια το ότι ο κεραυνός παράγεται από τις Νεφέλες (τα σύννεφα) και όχι από τον Δία και ότι είναι ένα φυσικό φαινόμενο και όχι η μεταφυσική οργή του θεού, είναι απολύτως σαφές. Άρα σήμερα ποιος είναι ο Σωκράτης τον οποίο η κοινωνία μπορεί να τραμπουκίσει; Οι αντικαταστάσεις και οι μετατοπίσεις είναι ατελείωτες, οδηγεί μία ομάδα θεάτρου να επαναπροσδιορίζει το αυτονόητο, το μυθικό, το παραδεδομένο, το ταμπού. Στην αρχαιότητα ας πούμε, η ασέβεια προς τους γηραιότερους (πόσο μάλλον τον πατέρα) ήταν εξίσου αξιόποινη πράξη με την δολοφονία ή την προδοσία της πατρίδας. Αυτή η θεμελιώδης για το περιεχόμενο του έργου του Αριστοφάνη έκβαση, είναι σήμερα αδιάφορη. Αφού σήμερα κανείς δεν σέβεται κανέναν και κανείς δεν δέχεται τέτοιες παρατηρήσεις από «σκηνής».

Νεφέλες2

Αν λοιπόν στην αρχαιότητα το παράδοξο ήταν η σοφιστεία, σε σχέση με την παραδοσιακή παιδεία, σήμερα ποια είναι η αναλογία; Στην αρχή σκεφτήκαμε την τεχνολογία ως παραλληλισμό.  Όταν όμως προσπαθήσαμε να βρούμε την δραματική ρωγμή ανάμεσα στα εκπαιδευτικά μοντέλα, διαπιστώσαμε ότι το σημερινό σχολείο τρέχει ολοταχώς προς το επόμενο μοντέλο «παραγωγικής» εκπαίδευσης με την μηχανιστική, μη κριτική, λογική που διέπει το μεγαλύτερο μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος, που μας οδηγεί στο να είμαστε χειριστές μηχανών, χωρίς να επενδύει στο περιεχόμενο του παραγόμενου «προϊόντος». Άρα η αντιπαράθεση δεν έστεκε. Ούτε να καταλήξει ένα golden boy ο Φειδιππίδης έμοιαζε με πρόβλημα… αλίμονο, αν το είχε αυτό ο Στρεψιάδης δεν θα γκρίνιαζε καθόλου στο τέλος του έργου.

Και έτσι βρήκαμε την λύση ακριβώς αντίθετα από εκεί, στην μαθητοκεντρική εκπαίδευση που στοχεύει να αναπτυχθεί ο μαθητής ολικά, την εκπαίδευση που κάποιος βιώνει, που κάποιος άλλος τον ρωτάει τι θα ήθελε ο ίδιος, αυτήν που καταλήγει στο «σκέφτομαι άρα υπάρχω» με έμφαση στον τρόπο που υπάρχω έτσι ώστε να μάθω να σκέφτομαι.  Είναι σαν να έχουμε αναποδογυρίσει το σύστημα. Ο Στρεψιάδης επιθυμεί να μάθει ο γιος του την γλώσσα της πολιτικής, όπως κατέληξε έτσι κυνική και διαφεύγουσα της αλήθειας – ως αρνητική συνέπεια του ντετερμινισμού του διαφωτισμού… Και η εκπαίδευση στην παράστασή μας, αντί να προχωράει μπροστά όπως στον Αριστοφάνη – ενεό μπροστά στις νέες επιστήμες της αρχαιότητας – γυρίζει σε μοντέλα των αρχών του Διαφωτισμού, όπως της Μοντεσόρι, του Ρουσώ, αλλά και της παραδοσιακής κουλτούρας της ανατολής και των πολεμικών της τεχνών, ψάχνοντας τα μοντέλα της αυτοπαρατήρησης, της σύνδεσης με τη φύση και τον εαυτό μας. Με βασικό άξονα την προτροπή «Βρες ένα στόχο / Συγκεντρώσου». Σε αυτά νομίζω ότι η μαζική κουλτούρα επιτίθεται σήμερα σθεναρά.

 

Α.Β. Οι Νεφέλες αποτελούν τη δεύτερη παράσταση της «Τριλογίας της πραγματικότητας». Ποια εκπαίδευση θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις αυτής της πραγματικότητας;

Τ.Κ. Οι Νεφέλες, πράγματι, μετά την Αντιγόνη του Σοφοκλή απαρτίζουν την διλογία ακόμα της πραγματικότητας (τα προηγούμενα χρόνια ασχοληθήκαμε με την «τριλογία της ουτοπίας», με τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Σαίξπηρ και τον δυστοπικό Φάουστ του Γκαίτε). Τα έργα εξετάζουν βασικές αρχετυπικές μας αγωνίες, που δίνουν και τον ορισμό σε αυτό που εγώ τουλάχιστον εννοώ όταν προσδιορίζω το τι είναι το «εφηβικό» θέατρο. Δεν είναι αυτό που παίζουν οι ηθοποιοί σαν έφηβοι, ή που εξετάζει υποπεριπτώσεις και πλοκές της νεότητας, αλλά αυτά τα μεγάλα έργα που θέτουν αναπάντητα ερωτήματα που στην εφηβεία μας τα διαπιστώνουμε πρώτη φορά, χωρίς φυσικά να μπορέσουμε ποτέ να δώσουμε απαντήσεις. Με την Αντιγόνη όλα τα ερωτήματα του ηθικού και του ανθρώπινου ή νομοθετημένου δικαίου είναι πράξεις, καθώς και οι συνέπειες που συνεπάγονται. Αυτό είναι το πραγματικό, η εφαρμογή της υπόθεσης. Και στις Νεφέλες υπάρχει η εφαρμογή ενός «τι θα γινόταν εάν». Tι θα γινόταν αν ένας νέος ρωτούνταν από ένα σύστημα εκπαίδευσης τι θέλει να ξέρει, τι θέλουν οι άλλοι να ξέρει, πώς μπορεί να γνωρίζει αυτά που μαθαίνει, να βρίσκει μια οργανική σχέση με την εξέλιξη του σαν άνθρωπος από την εκπαίδευση. Στο έργο, λίγο πιο τρυφερά από το έργο του Αριστοφάνη, που ο Στρεψιάδης καίει το φροντιστήριο του Σωκράτη, πατέρας και γιος ξαναβρίσκονται μαζί, με τον γιό να «διδάσκει» στον πατέρα πώς να αντιμετωπίζει αντί να αποφεύγει την πραγματικότητα.  Αυτό νομίζω ότι είναι και το πιο οπτιμιστικό πλαίσιο για τις επόμενες γενιές. Αν τις αφήσουμε να μας διδάξουν, να αμβλυνθεί η αποστείρωση, η αυθεντία, ο αυταρχισμός… από τους νέους ως δασκάλους μας που, ερχόμενοι φρέσκοι στη ζωή, έχουν σύμμαχο τη φύση, την αρμονία το μεγάλο πάθος για τη ζωή να τους κινεί, τι θα γίνει; Μήπως είναι μια ελπίδα για τον φασισμό και τον όλεθρο που μας ευνουχίζει;

 

Α.Β. Η υποδοχή του «ξένου», η οποία ολοκληρώνεται με την ενσωμάτωσή του στην κοινωνία υποδοχής, είναι ο κεντρικός θεματικός άξονας του Λυκείου της Επιδαύρου και του Φεστιβάλ Επιδαύρου φέτος.  Η εκπαίδευση των παιδιών των προσφύγων που ζουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα προσφέρεται από το ελληνικό κράτος σε παράλληλες εκπαιδευτικές δομές με σκοπό την ενσωμάτωσή τους, μέσω αυτής της εκπαίδευσης, στην ελληνική κοινωνία.

Με ποιον τρόπο θα μπορούσαν παραστάσεις σαν τις Νεφέλες του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, οι οποίες ακολουθούνται από θεατροπαιδαγωγικά προγράμματα για εφήβους, να συμβάλουν στην ενσωμάτωση των παιδιών των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία και στο κυρίως εκπαιδευτικό σύστημα;

Νεφέλες_5Τ.Κ. Οι Νεφέλες έχουν σχεδιαστεί για να μπορούν να παίζονται σε σχολεία, σε πλατείες, στο θέατρο, αλλά και παντού. Σήμερα που μιλάμε μαζί, ας πούμε,  προσφέραμε την παράσταση σε 14 οροθετικούς νέους στις Φυλακές Κορυδαλλού, μια κατηγορία ανθρώπων που η κοινωνία την έχει αποξενώσει εντελώς. Το θέατρο μας όμως έχει την δυνατότητα να τρυπώνει από τις γρίλιες. Το καλοκαίρι στον Εθνικό Κήπο παίξαμε μια παλιότερη μας παράσταση, το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, με θεατές – μεταξύ άλλων – και 30 ασυνόδευτους πρόσφυγες που συμμετείχαν σε ένα ωραίο βιωματικό εργαστήριο με τίτλο «Μονόλογοι από το Αιγαίο». Πολλοί είδαν θέατρο για πρώτη-πρώτη φορά, όλη την ώρα γέλαγαν, όχι από τα ελληνικά μας αστεία, αλλά γιατί – αυτοί το είπαν – κάποιος τολμούσε μπροστά τους να εκτεθεί, άρα να τους ενσωματώσει σε μία διαδικασία ισοτιμίας. Πριν λίγες μέρες οι δικοί τους μονόλογοι παίχθηκαν από άλλους νέους στο θέατρο. Οι ομάδες των ηθοποιών που έχω όλα αυτά τα χρόνια συνεργαστεί, η 4frontal τα προηγούμενα χρόνια και μια νέα ομάδα φέτος, είναι τολμηροί άνθρωποι που σε κοιτάνε στα μάτια όταν παίζουν, χωρίς καμία ανάγκη ψευδαίσθησης. Όταν φεύγεις από εκεί που έπαιξαν, δεν έχεις συναντήσει κανένα μύθο για τον ηθοποιό, ο ηθοποιός δεν είναι ξένος, είσαι εσύ. Ήδη αυτό είναι μια μεγάλη κατάκτηση, δεν είναι;

Στις ομάδες των Ελλήνων μαθητών το εφηβικό θέατρο, όπως το κάνουμε εμείς, κυρίως προσφέρει βήμα. Οι μαθητές ανεβαίνουν στη σκηνή, παίρνουν θέση απέναντι στην διλημματική πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι, λένε την γνώμη τους μέσα από την ασφάλεια ενός δομημένου από την ομάδα μας παιχνιδιού, αναμετρούνται ισότιμα – έστω για αυτήν τη μία ώρα ακόμα μετά την παράσταση – με ένα ζωντανό πολιτειακό, φιλοσοφικό και λογοτεχνικό υλικό, αλλά κυρίως με τα τρομαχτικά πυρομαχικά του θεάτρου, όπως το εννοούσαν στην αρχαιότητα. Μια κοινή χρήση του δημόσιου λόγου όπου ο κάθε υποκριτής που είναι στη σκηνή, μιλάει δυνατά για να ακουστεί και είναι υπό – την – κρίση όλων μας. Με αυτήν την εμπειρία, κατά τη γνώμη μου, πολεμάται από την ρίζα της η ξενοφοβία και ενδυναμώνεται η αποδοχή.

Αυτό είναι, όπως σημειώσατε στην ερώτηση, και το θέμα στην φετινή, πρώτη, διοργάνωση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στην Επίδαυρο, που ιδρύει με τον εμβληματικό τίτλο «Η έλευση του ξένου» το Λύκειο Επιδαύρου, ένα θερινό σχολείο για την εκπαίδευση του Ηθοποιού στο Αρχαίο Δράμα, και του οποίου είμαι υπεύθυνη.

Οι ανάγκες βλέπετε είναι κοινές και δημιουργούνται από τους ανθρώπους.

28/3/2017